Σελίδες

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ.Σ.



Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές τι πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούνε τα νερά του βουνού.

Στην Σαντορίνη...
αγγίζοντας νησιά που βούλιαζαν
ακούγοντας να παίζει το σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.

Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες
και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί στο τους στο ξενοδοχείο
της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.

Στις Σπέτσες, στον Πόρο και στην Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκονται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο
μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά και είναι ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό»
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε ότι είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού αν ταξιδεύουν όλα τα καράβια
περιγελάμε εκείνους που την νιώθουν.

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δεν βρίσκεται πουθενά
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζονται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με
πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν με το χέρι του φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά του ουρανού.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι ας «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
είναι κείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι
με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια
που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιάσφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν έκαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε        ΑΓ ΩΝΙΑ 937.

Γιώργος Σεφέρης
Καλοκαίρι 1936

@ Αν και ο ίδιος έλεγε… δεν ξέρω κι οι ποιητές τι χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου