Σελίδες

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ.

Προσοχή. Ο τελευταίος δεν θα κλείσει την πόρτα, γιατί την πόρτα θα την έχουν πάρει. Τον τελευταίο θα τον προλάβουν. Θα τρέξει βέβαια όσο πιο γρήγορα του επιτρέπουν τα πόδια του για να απομακρύνει την ακαθόριστη μάζα που διαθέτει για σώμα από τα χέρια τους, αλλά θα τρέξει μάταια.
Όταν καταλάβει ότι τον έχουν φτάσει, θα προσπαθήσει να τους πείσει ότι δεν είναι αυτός που κυνηγάνε, πως κάνουν λάθος. Αστεία πράγματα.
Αυτός που νόμιζε ότι ήταν ευλογημένος από την ζωή, που νόμιζε πως η ζωή του χρωστούσε, όπως και τόσοι άλλοι σαν κι αυτόν στην ιστορία, θα καταρρεύσει κάτω από τα χτυπήματα των ροπάλων.
Θα βάλει τα κλάματα, θα παρακαλέσει, θα υποσχεθεί και θα απειλήσει. Δεν θα τον ακούσει κανείς. Πρέπει να έχεις μάθει να ακούς για να σε ακούσουνε, άμα δεν ακούς δεν μπορείς να μιλήσεις κι αυτός μέχρι σήμερα δεν είχε καταλάβει ότι δεν μιλούσε.
Μυρίζοντας το δικό του θα θυμηθεί πως μυρίζει το αίμα. Το αίμα που ακόμα και η σκέψη του, του έφερνε αναγούλα αλλά ήταν πάντα μακριά για να μυρίσει των άλλων.
Οι άλλοι αιμορραγούσαν αλλά εκείνος απολάμβανε να του ανοίγουν τις πόρτες, να υποκλίνονται και να χαμογελάνε όταν περνάει, να λέει ακίνδυνα ανοησίες την στιγμή που οι άλλοι ήταν αναγκασμένοι να γελάσουν. Ποτέ δεν το σκέφτηκε αυτό.
Ο τελευταίος δεν θα βρει πόρτα να την κλείσει πίσω του. Κι ο τελευταίος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμα και ο πρώτος. Όπως γίνεται όταν ο κόσμος γυρίζει ανάποδα. Κι ο κόσμος γυρίζει ανάποδα αναπάντεχα. Μπορεί να του ακουμπήσεις ένα τόνο και να μην γύρει καθόλου, κι έπειτα με το βάρος ενός ακροπατήματος, να έρθει τα πάνω κάτω. Το είχε ακούσει αυτό. Το είχε πει και ο ίδιος σε κάποιους αλλά είχε πάντα την ψευδαίσθηση ότι δεν αφορούσε εκείνον. Ο δικός του ο κόσμος πατούσε σταθερά, είχε βάσεις, αντηρίδες και στηρίγματα.
Ο πόνος, δεν θα είναι σαν εκείνον του κολικού που είχε νιώσει κάποτε, θα είναι παράξενος, ανάμεικτος με μουδιάσματα και οσμές, μπερδεμένος μέσα στο κεφάλι του από τους αλλεπάλληλους συναγερμούς που θα λαμβάνει ο εγκέφαλος.
Τα ρόπαλα χτυπάνε παντού. Στα πόδια, στα πλευρά, στο κεφάλι.
Θα μείνει πεταμένος στο πεζοδρόμιο, αιμόφυρτος, κουρελιασμένος, ανήμπορος να σηκωθεί στα πόδια του. Θα περιμένει να τρέξει κάποιος κοντά να τον ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι. Και πράγματι κάποιος θα πλησιάσει, θα τον αναγνωρίσει και θα φτύσει επάνω του πριν του γυρίσει την πλάτη.
Θα αναρωτηθεί βέβαια που πήγε η αλληλεγγύη, η κατανόηση, η ανθρωπιά, θα αναρωτηθεί πως είναι δυνατόν οι άνθρωποι να γίνουν τόσο σκληροί, αυτοί όμως δεν θα είναι άνθρωποι, θα τους έχει κάνει σαν τα μούτρα του.   

Αυτός ο ανθρωπάκος που οι συγκυρίες των έφεραν στην δεσπόζουσα θέση και καμία ζωή δεν του χρωστούσε τίποτα, θα ξεψυχήσει εκεί στο πεζοδρόμιο αβοήθητος, βουτηγμένος στο αίμα του και στα υγρά του, θλιβερό εξόγκωμα από λίπος και σάρκες. Ναι. Αλλά αυτό δεν θα είναι το χειρότερο. Το χειρότερο θα είναι πως θα ξεψυχήσει αμετανόητος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου